μπιστολιά

μπιστολιά
η
βλ. πιστολιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιστολιά — και μπιστολιά, η, Ν (πιστόλι] 1. βολή πιστολιού 2. ο κρότος ή ο ήχος που παράγεται από τη βολή πιστολιού …   Dictionary of Greek

  • πιστολιά — η βολή ή κρότος πιστολιού, αλλιώς μπιστολιά: Ακούστηκαν πιστολιές μέσα στη νύχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”